Ευριπίδης, ο τραγικώτατος των ποιητών
Κείμενο – Επιμέλεια: Αγγελική Φουντά
Ο Ευριπίδης, «ο τραγικώτατος των ποιητών» κατά τον Αριστοτέλη, ήταν ένας από τους τρεις μεγάλους διδασκάλους του αττικού δράματος μαζί με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή.
Κατά την παράδοση γεννήθηκε περί το 480 π.Χ. στην Σαλαμίνα, την ημέρα της ναυμαχίας. Πιθανότερο είναι όμως να γεννήθηκε λίγο νωρίτερα, το 485/4 π.Χ. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, κατά τον χρυσό αιώνα του Περικλή, την περίοδο ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας, βίωσε όμως και τον Πελοποννησιακό πόλεμο και τις συνέπειες του.
Η ζωή του Ευριπίδη
Ο Ευριπίδης καταγόταν από τον δήμο Φλύας, το σημερινό Χαλάνδρι. Πατέρας του ήταν ο Μνήσαρχος και μητέρα του η Κλειτώ. Αν και ο Αριστοφάνης σατιρίζει συχνά την μητέρα του ως λαχανοπώλη, είναι αβέβαιο αν η οικογένεια του ήταν επιφανής ή όχι. Σίγουρα πάντως ο ίδιος έλαβε επιμελημένη μόρφωση.
Σε νεαρή ηλικία συμμετείχε σε εορτές του δήμου του ως πυρφόρος του Ζωστήριου Απόλλωνα. Ασχολήθηκε επίσης με τον αθλητισμό, λαμβάνοντας μέρος σε αγώνες παγκρατίου και πυγμαχίας. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε αυτόν τον δρόμο και δοκίμασε τις ικανότητες του στην ζωγραφική, την φιλοσοφία, την ποίηση και την μουσική.
Για την προσωπική του ζωή λίγα είναι γνωστά, αν και έχουν ειπωθεί πολλά για τα οποία όμως δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Παρόλα αυτά είναι γνωστό ότι η γυναίκα του ονομαζόταν Μελιτώ και μαζί απέκτησαν τέσσερις γιους: τον Μνησαρχίδη, τον Μνησίλογο, τον Ευριπίδη τον Νεότερο, ο οποίος ανέβασε τις Βάκχες μετά τον θάνατο του πατέρα του, και τον Ξενοφώντα, που σκοτώθηκε το 428 π.Χ. στον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Τα έργα του Ευριπίδη
Ο ποιητής-φιλόσοφος, όπως έχει χαρακτηριστεί, υπήρξε πολυγραφότατος. Οι πηγές κάνουν λόγο για 92 δράματα, από τα οποία οκτώ ήταν σατυρικά. Σήμερα γνωρίζουμε 81 τίτλους έργων, ωστόσο μόνο 19 έργα έχουν διασωθεί πλήρως. Ένα εξ’αυτών είναι σατυρικό.
Από τις υπόλοιπες χαμένες τραγωδίες του Ευριπίδη έχουμε αποσπάσματα, αρκετά από αυτά σημαντικής έκτασης.
Αν και φαίνεται να έχουν διασωθεί μόνο λίγα από τα έργα του Ευριπίδη, ο αριθμός αυτός είναι ενδεικτικός της δημοφιλίας του τους μετέπειτα αιώνες. Ειδικά αν αναλογιστούμε ότι έχουν σωθεί μόνο 7 έργα καθενός από τους άλλους δύο μεγάλους τραγικούς, Σοφοκλή και Αισχύλο.
Ο Ευριπίδης συμμετείχε για πρώτη φορά στον δραματικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων το 455 π.Χ. και κέρδισε την πρώτη του νίκη το 441 π.Χ. Συνολικά κατέκτησε την πρώτη θέση τέσσερις φορές στα περίπου πενήντα χρόνια που συμμετείχε στους αγώνες και μία πέμπτη μετά θάνατον.
Ανάμεσα στις διασημότερες τραγωδίες του Ευριπίδη κατατάσσονται οι Βάκχες, η Μήδεια, ο Ορέστης, η Ελένη, η Ηλέκτρα, η Ανδρομάχη κ.ά.
Βάκχαι (Βάκχες)
Οι Βάκχες του Ευριπίδη, το τελευταίο έργο που έγραψε ο μεγάλος τραγικός ποιητής, συντέθηκε στην Πέλλα, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου και του χάρισε την πέμπτη νίκη του στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων του 405 π.Χ. Οι Βάκχαι αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα ευριπίδειου ύφους και τεχνικής.
Η υπόθεση του έργου είναι καθαρά Διονυσιακή. Ο θεός Διόνυσος καταφθάνει από την Ανατολή στην Θήβα, όπου σκοπεύει να εκδικηθεί την βασιλική οικογένεια για τις προσβολές εναντίον του και να εγκαθιδρύσει την θρησκεία του. Βρίσκει όμως απέναντι του τον βασιλιά Πενθέα με τον οποίο συγκρούεται βίαια, οδηγώντας τον στην συντριβή.
Ο όρος Βάκχαι, άγνωστης ετυμολογίας, σημαίνει τις ακολούθους του θεού Διονύσου, τα μέλη του λατρευτικού του θιάσου που συμμετείχαν στις βακχικές τελετές. Το έργο πραγματεύεται αρκετά διονυσιακά έθιμα, όπως η ορειβασία, η ωμοφαγία και ο σπαραγμός.
Οι Βάκχαι του Ευριπίδη είναι μια τραγωδία χτισμένη σε αντιθέσεις. Πολλά στοιχεία συγκρούονται διαρκώς μεταξύ τους όπως η ευσέβεια και η ασέβεια, η ελευθερία του λόγου και η πολιτική καταπίεση, ο πουριτανισμός και ο άκρατος ερωτισμός, η αλήθεια και το ψέμα. Ο Ευριπίδης επίσης βρίσκει την ευκαιρία να ασχοληθεί με θεμελιώδη φιλοσοφικά και θρησκευτικά ζητήματα, όπως η σχέση θρησκείας και θαυμάτων και η μάχη έλλογων και άλογων στοιχείων.
Μήδεια
Η Μήδεια του Ευριπίδη είναι η τραγωδία που παρουσιάστηκε στο κοινό το 431 π.Χ. Ο Ευριπίδης εκείνη την χρονιά απέσπασε το τρίτο βραβείο με τη Μήδεια, τον Φιλοκτήτη και την Δίκτυ και το σατυρικό δράμα Θερισταί, το οποίο δεν σώζεται. Το πρώτο βραβείο κέρδισε ο Ευφορίων, το δεύτερο ο Σοφοκλής.
Η υπόθεση της τραγωδίας περιστρέφεται γύρω από την ιστορία της Μήδειας, της πριγκίπισσας που βοήθησε τον Ιάσονα να αποκτήσει το Χρυσόμαλλο Δέρας. Στην αρχή του έργου, η τροφός του σπιτιού αποκαλύπτει πως ο Ιάσονας αποφάσισε να εγκαταλείψει την Μήδεια και να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά Κρέοντα της Κορίνθου, Γλαύκη. Η πρωταγωνίστρια τότε, πληγωμένη από την προδοσία του εραστή της, στρέφεται εναντίον της μέλλουσας γυναίκας του, του πατέρα της και των ίδιων της των παιδιών.
Η Μήδεια του Ευριπίδη διεκδικεί χαρακτηριστικά και αρετές που αποδίδονταν μόνο στους άνδρες όπως η σοφία, η επιστήμη, το θάρρος, η τόλμη, ο ηρωισμός, η εκδίκηση. Βγαίνει νικήτρια σε μια σειρά αγώνων λόγου με τον Κρέοντα, τον Ιάσονα και τον Αιγέα.
Το γιατί κατά τον Ευριπίδη η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της είναι ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει πολύ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν τον Ευριπίδη, η Μήδεια δεν ήταν γνωστή ως παιδοκτόνος. Το γιατί επέλεξε να την παρουσιάσει έτσι αποτελεί άλυτο πρόβλημα για τους μελετητές.
Η απογοήτευση των προσδοκιών και τα πάθη που αυτή δημιουργεί είναι κεντρικό θέμα του έργου. Παρακολουθούμε μια πληγωμένη γυναίκα, που ο κόσμος αντιμετωπίζει ως βάρβαρη μάγισσα, να οδηγείται στην εκδίκηση και την καταστροφή λόγω της οδύνης της.
Ελένη
Η Ελένη του Ευριπίδη παίχτηκε για πρώτη φορά το 412 π.Χ. και είναι μία από τις τραγωδίες του τραγικού ποιητή των οποίων η υπόθεση είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος δική του επινόηση.
Στην Ελένη, ο Ευριπίδης αποκαλύπτει τη ματαιότητα του τρωικού πολέμου, καθώς ο θεατής μαθαίνει από την αρχή κιόλας του έργου ότι η Ελένη, η οποία υποτίθεται βρισκόταν τόσο καιρό στην Τροία, στην πραγματικότητα είχε κρυφά μεταφερθεί στην Αίγυπτο. Εκεί την φιλοξενούσε για χρόνια ο βασιλιάς Πρωτέας. Μετά τον θάνατο του την εξουσία παίρνει ο γιος του Θεοκλύμενος, ο οποίος θέλει να παντρευτεί την Ελένη. Αυτή καταφεύγει ικέτισσα στον τάφο του Πρωτέα όταν καταφθάνει ο Τεύκρος και αργότερα ο σύζυγος της, ο Μενέλαος.
Η Ελένη παρουσιάστηκε στο κοινό την εποχή που μόλις είχε τελειώσει η Σικελική εκστρατεία με την ήττα του αθηναϊκού στόλου. Ταυτόχρονα, το κίνημα των σοφιστών βρίσκεται στην ακμή του και οι φωνές αμφισβήτησης των παραδοσιακών αξιών ηχούν πιο δυνατά από ποτέ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Ευριπίδης γράφει την τραγωδία του.
Η Ελένη του Ευριπίδη όχι μόνο καταδικάζει τον πόλεμο ως αιτία όλων των κακών: ακόμα περισσότερο, καταδικάζει το παράλογο του ειδώλου. Αυτό για το οποίο μπορεί να εξοντωθεί ένας λαός προτού καταλάβει ότι δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα φάντασμα.
Αρχαιοελληνικός διαφωτισμός και ρεαλισμός
Ο Ευριπίδης είναι ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του αρχαιοελληνικού διαφωτισμού με σημαντικές επιδράσεις από τους σύγχρονούς του σοφιστές. Είναι επίσης ο κύριος εκπρόσωπος του ρεαλισμού στην δραματική ποίηση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου.
Ο τρόπος με τον οποίο πλάθει τους χαρακτήρες του είναι μοναδικός. Τα ανθρώπινα πάθη και οι πιο σκοτεινές πλευρές των ηρώων του σε συνδυασμό με τον αυστηρό ορθολογισμό του ποιητή είναι γνήσια προϊόντα του αρχαιοελληνικού διαφωτισμού. Ο Ευριπίδης δημιουργεί σκεπτόμενους χαρακτήρες, δίνοντας φωνή ακόμα και σε δευτερεύοντα πρόσωπα, όπως δούλοι, τροφοί κλπ.
Αυτό το στοιχείο παραπέμπει στο σοφιστικό κίνημα, του οποίου η επιρροή στον Ευριπίδη είναι αδιαμφισβήτητη. Η αρχαία παράδοση τον συνδέει με τον Αναξαγόρα, τον Πρόδικο και τον Πρωταγόρα, με τον οποίον μάλιστα είχαν φιλικές σχέσεις. Κοντά φαίνεται να ήταν επίσης και με τον Σωκράτη.
Ο «από σκηνής φιλόσοφος», όπως ονομαζόταν για τις φιλοσοφικές απόψεις που αναδείκνυε στο έργο του, ασχολείται με θέματα που μπορεί να είχαν ήδη παρουσιάσει στο θέατρο ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής (π.χ. μητροκτονία, τιμωρία ύβρεως). Τα παρουσιάζει όμως διαφορετικά, με τρόπο ρεαλιστικό.
Δύο αρχαία κείμενα επιβεβαιώνουν την σχέση του Ευριπίδη με τον ρεαλισμό. Πρώτον, το Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη, στο οποίο ο φιλόσοφος αναφέρει ότι ο Ευριπίδης παρουσιάζει τους ήρωες όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Τον χαρακτηρίζει επίσης ως τον «τραγικώτατο των ποιητών». Δεύτερον, οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη, όπου ο κωμικός τον κατακρίνει για την ενοχλητική του συνήθεια να επικεντρώνεται στις πιο σκοτεινές και βίαιες πλευρές της καθημερινότητας.
Καινοτομίες του Ευριπίδη
Οι νεωτερισμοί του Ευριπίδη ξεκινούν ήδη από τον τρόπο που διαχειρίζεται τον ίδιο τον μύθο. Οι τραγικοί ποιητές αντλούσαν από την ίδια δεξαμενή μυθολογικής παράδοσης, όμως ο Ευριπίδης έκανε αλλαγές ακόμα και σε στοιχεία που βρίσκονταν στον πυρήνα των μύθων.
Η χρήση του Χορού επίσης μεταβάλλεται στα έργα του. Ο ρόλος του συρρικνώνεται και έχει όλο και λιγότερη συμμετοχή στα τεκταινόμενα. Ο Ευριπίδης τοποθετεί το κέντρο βάρους όλο και περισσότερο στους ηθοποιούς, καθιστώντας τον Χορό διακοσμητικό.
Μια εξίσου σημαντική πτυχή στο έργο του είναι ο ρόλος και ο χαρακτήρας των θεών. Ο Ευριπίδης εδώ έρχεται σε σύγκρουση με την σοφόκλεια παράδοση. Η τραγική μοίρα των ηρώων είναι είτε αποτέλεσμα δικών τους επιλογών, τις οποίες οι θεοί παρακολουθούν με αδιαφορία, είτε αποτέλεσμα της πίεσης που δέχονται από τους θεούς. Και στις δύο περιπτώσεις το περιθώριο ελευθερίας των χαρακτήρων είναι μικρό και η απόδοση δικαιοσύνης, που υπήρξε τόσο σημαντική για τον Αισχύλο, αποκτά μία ειρωνική χροιά.
Είναι σίγουρο ότι το αττικό δράμα χρωστάει πολλά στον Ευριπίδη και ότι οι τραγωδίες του αντικατοπτρίζουν την ακμή και κορύφωση του πνεύματος της κλασικής Αθήνας. Παρότι είναι δύσκολο να αποτιμήσουμε την σημασία της προσφοράς του Ευριπίδη στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, γνωρίζουμε πως οι καινοτομίες του επηρέασαν την λογοτεχνική παραγωγή των επόμενων αιώνων. Χαρακτηριστικά του έργου του Ευριπίδη υιοθέτησαν και προσάρμοσαν οι κωμωδιογράφοι της Αλεξανδρινής εποχής, τα οποία επιβίωσαν στη συνέχεια στο είδος της μυθιστορίας.