Αριστοτέλης, ο ακρογωνιαίος λίθος του δυτικού πολιτισμού
Κείμενο – Επιμέλεια: Αγγελική Φουντά, φιλόλογος
Ο Αριστοτέλης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και επιστήμονας του 4ου π.Χ. αιώνα. Το έργο του θεωρείται το πρώτο ολοκληρωμένο σύστημα της Δυτικής Φιλοσοφίας και εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα επιστημών, όπως η φυσική, η βιολογία, η μεταφυσική, η ηθική, η ποίηση, η πολιτική, η ρητορική κ.ά.
Η φιλοσοφία και οι διδασκαλίες του, που συνοψίζονται με τον όρο Αριστοτελισμός, υπήρξαν θεμελιώδεις για τη φιλοσοφική, θεολογική και επιστημονική σκέψη μέχρι και σήμερα. Η Εγκυκλοπαίδεια Britannica γράφει για τον Αριστοτέλη ότι «υπήρξε ο πρώτος γνήσιος επιστήμονας στην ιστορία […] και κάθε κατοπινός επιστήμονας του οφείλει κάτι».
Η ζωή του Αριστοτέλη
Τα πρώιμα χρόνια
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Αρχαία Στάγειρα, πόλη της Χαλκιδικής, σε μία οικογένεια που προμήνυε την λαμπρή του πορεία. Ο πατέρας του ήταν ο Νικόμαχος, γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, πατέρα του Φιλίππου και παππού του Μέγα Αλεξάνδρου. Κατά το Λεξικό Σούδα, ο Νικόμαχος είχε γράψει έξι βιβλία ιατρικής και ένα φυσικής, ενώ ταυτόχρονα θεωρούταν απόγονος του ομηρικού ήρωα και γιατρού Μαχάονα, γιου του Ασκληπιού. Η μητέρα του Φαιστιάδα είχε καταγωγή από την Χαλκίδα και ήταν και αυτή μέλος του γένους των Ασκληπιαδών.
Όσο ήταν ακόμη παιδί, ο Αριστοτέλης ήρθε σε επαφή και άρχισε να μελετά, κοντά στον πατέρα του, τις επιστήμες της βιολογίας και της ιατρικής. Οι Ασκληπιάδες συνήθιζαν να διδάσκουν τα παιδιά τους, ήδη από μικρή ηλικία, ανατομία.
Αν και δυστυχώς οι πληροφορίες που έχουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του μεγάλου φιλοσόφου είναι λίγες, οι βιογράφοι φαίνεται να συμφωνούν ότι πέρασε την παιδική του ηλικία βοηθώντας τον πατέρα του και συχνάζοντας στο παλάτι, όπου δημιούργησε τις πρώτες του σχέσεις με τη Μακεδονική αυλή.
Ο Αριστοτέλης έχασε και τους δύο γονείς του σε ηλικία περίπου δεκατριών ετών. Την κηδεμονία του ανέλαβε τότε ο Πρόξενος, φίλος του πατέρα του, που κατοικούσε στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο.
Εφηβεία και ενηλικίωση: ο Αριστοτέλης μαθητής του Πλάτωνα
Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν πραγματικός πατέρας, αποφάσισε να τον στείλει το 367 π.Χ. στην Αθήνα, για να μαθητεύσει κοντά στον Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης ήταν τότε μόλις 17 χρονών και παρέμεινε εκεί μέχρι τον θάνατο του δασκάλου του το 347 π.Χ., για 20 ολόκληρα χρόνια.
Στην Ακαδημία φαίνεται ότι εντυπωσίασε τόσο τους συμφοιτητές τους, όσο και τον ίδιο τον Πλάτωνα. Στην αρχαιότητα, υπήρχε μία φήμη ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, σύμφωνα με την οποία ο φιλόσοφος είχε δώσει στον Αριστοτέλη δύο παρωνύμια: “Νους” της σχολής και “Αναγνώστης”. Είναι φανερό ότι η ευφυΐα και η δίψα του νεαρού για γνώση ήταν αξιομνημόνευτη.
Μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, η διεύθυνση της Ακαδημίας πέρασε στον ανιψιό του Σπεύσιππο, αν και υποψήφιοι για αυτή την θέση υπήρξαν τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Ξενοκράτης. Η δυσαρέσκεια του Αριστοτέλη για την απόφαση αυτή φαίνεται να ήταν ο λόγος που εγκατέλειψε τελικά την Αθήνα. Είναι όμως εξίσου πιθανό να αναγκάστηκε να φύγει, εξαιτίας του αντιμακεδονικού κλίματος που είχε δημιουργηθεί τότε στην πόλη. Ήταν άλλωστε η περίοδος που ο Φίλιππος είχε αρχίσει ήδη να μιλά για μία “ενωμένη Ελλάδα” και οι αντίπαλοί του αποτελούσαν μέλη της πολιτικής εξουσίας της Αθήνας. Ήταν φυσικό κάποιος Μακεδόνας σαν τον Αριστοτέλη, που διατηρούσε επαφές με μακεδονικούς κύκλους, να φοβάται για το μέλλον του.
Ο Αριστοτέλης μαζί με τον Ξενοκράτη εγκαταστάθηκαν τότε στην Άσσο, πόλη στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκεί κυβερνούσαν ο Έραστος και ο Κορίσκος, πλατωνικοί φιλόσοφοι στους οποίους είχε παραχωρήσει την πόλη ο τύραννος Ερμίας, και ο ίδιος παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Ο φιλόσοφος δίδαξε εκεί για τρία χρόνια, στην διάρκεια των οποίων ανέπτυξε στενή σχέση με τον Ερμία. Η φιλία αυτή κατέστησε την τυραννία του τελευταίου δικαιότερη και ηπιότερη. Έτσι ο Αριστοτέλης δημιούργησε, με την διδασκαλία του, έναν φιλόσοφο-βασιλιά στα μέτρα της πλατωνικής διδασκαλίας.
Μετά τον θάνατο του Ερμία, το 345 π.Χ., ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στη Λέσβο μαζί με τον μαθητή του Θεόφραστο. Εκεί ερεύνησαν μαζί την χλωρίδα και την πανίδα του νησιού. Στο μεταξύ, ο Αριστοτέλης παντρεύτηκε την βιολόγο Πυθιάδα, ανιψιά ή θετή κόρη του Ερμία, και μαζί απέκτησαν μία κόρη που πήρε το όνομα της μητέρας της.
Το 342 π.Χ. ο Φίλιππος της Μακεδονίας προσκάλεσε τον Αριστοτέλη να αναλάβει την διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου. Ο Αριστοτέλης δέχτηκε την πρόσκληση και επέστρεψε στη Μακεδονία.
Ο Μέγας Αλέξανδρος μαθητής του Αριστοτέλη
Στη Μακεδονία, ο Αριστοτέλης ανέλαβε την διεύθυνση της βασιλικής ακαδημίας. Εκτός από τον Αλέξανδρο, που ήταν τότε μόλις 13 ετών, ο φιλόσοφος υπήρξε δάσκαλος και άλλων δύο μελλοντικών βασιλέων, του Πτολεμαίου και του Κάσσανδρου. Η διδασκαλία λάμβανε χώρα είτε στην Πέλλα, πρωτεύουσα του βασιλείου, είτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη στους πρόποδες του όρους Βερμίου κοντά στην σημερινή Νάουσα.
Ο Αριστοτέλης δίδαξε στους μαθητές του ιστορία, αστρονομία, γεωγραφία, ιατρική, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες. Φαίνεται ότι προσπάθησε να εμφυσήσει στον Αλέξανδρο την πανελλήνια ιδέα και τον έστρεψε προς την κατάκτηση της ανατολής. Είναι φανερό ότι η μαθητεία αυτή κοντά στον μεγάλο φιλόσοφο καθόρισε τον χαρακτήρα του νεαρού Αλέξανδρου.
Η ίδρυση της Περιπατητικής Σχολής
Ο Αριστοτέλης παρέμεινε στην μακεδονική αυλή για έξι χρόνια. Το 355 π.Χ. επέστρεψε στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη δική του φιλοσοφική σχολή. Διάλεξε για αυτή το Γυμνάσιο ή Λύκειο (τον οποίο μπορεί κανείς να επισκεφτεί σήμερα, με είσοδο από την οδό Ρηγίλλης). Εκεί υπήρχε ένας άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και της Μούσες. Ο Αριστοτέλης, με την οικονομική στήριξη του Αλεξάνδρου, έχτισε στο σημείο μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν “περίπατοι”. Εξαιτίας αυτών η σχολή πήρε το όνομα “Περιπατητική” και οι μαθητές αποκαλούνταν “περιπατητικοί φιλόσοφοι”.
Η Πλατωνική Ακαδημία υπήρξε το πρότυπο οργάνωσης και του Λυκείου. Τα μαθήματα χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: αυτά για τους προχωρημένους μαθητές το πρωί (“εωθινός περίπατος”) και τα μαθήματα για τους αρχάριους το απόγευμα (“περί το δειλινόν”, “δειλινός περίπατος”). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική, ενώ η απογευματινή ρητορική.
Ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει για τη βιβλιοθήκη της σχολής, που ήταν τόσο μεγάλη και καλά οργανωμένη ώστε αργότερα έγινε πρότυπο για τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης συγκέντρωνε χάρτες και παντός τύπου όργανα χρήσιμα για την διδασκαλία του, καθιστώντας έτσι την σχολή κέντρο επιστημονικής έρευνας.
Τα δεκατρία αυτά χρόνια που παρέμεινε στην Αθήνα, ο Αριστοτέλης δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, πράγμα αξιοθαύμαστο αν αναλογιστούμε τον όγκο αυτού, αλλά και την ποιότητα του.
Στην Αθήνα παντρεύτηκε και για δεύτερη φορά, με μια Σταγειρίτισσα, την Ερπυλλίδα. Μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον Νικόμαχο.
Η πορεία αυτή διακόπτεται το 323 π.Χ. με τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Τότε, οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος στράφηκαν εναντίον του Αριστοτέλη, κατηγορώντας τον για ασέβεια. Αυτό τον ανάγκασε να καταφύγει στην Χαλκίδα, στο σπίτι της μητέρας του, πριν δικαστεί. Στην σχολή άφησε διευθυντή τον Θεόφραστο, μη θέλοντας να διακοπεί το έργο της. Ο ίδιος λέγεται ότι “δεν ήθελε να αφήσει την Αθήνα να σφάλει εναντίον ενός φιλοσόφου για δεύτερη φορά”, αφήνοντας υπαινιγμούς έτσι για τον θάνατο του Σωκράτη.
Ο Αριστοτέλης πέθανε, μάλλον τον Οκτώβριο, του 322 π.Χ. στην Χαλκίδα και η ταφή του έγινε στα Στάγειρα με εξαιρετικές τιμές. Ο σεβασμός που επέδειξαν οι συμπολίτες του στον φιλόσοφο ήταν μεγάλος: του έδωσαν τον τίτλο του “οικιστή” της πόλης και έχτισαν βωμό στον τάφο του. Αυτό το σημείο ορίστηκε και ως τόπος συνεδριάσεων της βουλής. Καθιέρωσαν, τέλος, γιορτή προς τιμή του, τα “Αριστοτέλεια” και ονόμασαν έναν από τους μήνες “Αριστοτέλειο”.
Το έργο του Αριστοτέλη
Ο Αριστοτέλης υπήρξε πολυγραφότατος, και ενώ μας έχουν παραδοθεί πολλά του έργα, εικάζεται ότι αυτά αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό από το πραγματικό μέγεθος της συγγραφικής του παραγωγής.
Οι Αλεξανδρινοί θεωρούσαν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε περίπου 400 βιβλία. Μεγάλο μέρος του έργου του που χάθηκε άνηκε στην κατηγορία των δημόσιων ή “εξωτερικών” μαθημάτων και είχε μορφή διαλογική. Αντιθέτως, τα σωζόμενα έργα του είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο, όχι σε διάλογο, καθώς αποτελούσαν τις σημειώσεις που χρησιμοποιούσε ο φιλόσοφος στην διδασκαλία του. Αυτά ονομάζονται “ακροαματικά ή εσωτερικά”.
Συνήθως, τα έργα του Αριστοτέλη κατατάσσονται σε οκτώ σύνολα:
– τα Λογικά ή Όργανον,
– τα Φυσικά και τα Μετά τα φυσικά,
– τα Βιολογικά,
– τα Περί ψυχολογίας ή Μικρά φυσικά,
– τα Ηθικά,
– τα Πολιτικά και
– τα Τεχνικά (Ρητορική και Ποιητική).
Μόνο από τους τίτλους είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης, ο “πάνσοφος”, όπως έχει χαρακτηριστεί, δεν περιορίστηκε σε μία επιστήμη, αλλά επιχείρησε να ερευνήσει τόσο τον άνθρωπο, εσωτερικά και εξωτερικά, όσο και τον κόσμο ευρύτερα. Τον συνάρπαζε κάθε τομέας του επιστητού και επιδίωκε με ζήλο να τον αναλύσει και να τον εξηγήσει.
Μερικά από τα διασημότερα του έργα είναι τα Ηθικά Νικομάχεια, τα Πολιτικά, το Περί Ποιητικής (που μας έδωσε τον περίφημο ορισμό της τραγωδίας), και τα Μετά τα Φυσικά.
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια
Τα Ηθικά Νικομάχεια ανήκουν στην κατηγορία των ηθικών πραγματειών του Αριστοτέλη, μαζί με τα Ηθικά Ευδήμεια και τα Ηθικά Μεγάλα. Ο τίτλος του έργου πιθανολογείται ότι αποτελεί αφιέρωση και αναφέρεται είτε στον πατέρα, είτε στον γιο του φιλοσόφου.
Τα Ηθικά Νικομάχεια δημοσιεύτηκαν το 349 π.Χ. Αποτελούνται από δέκα βιβλία (συγκεντρωμένα σε τρεις τόμους στις Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ) που βασίζονται στις σημειώσεις του Αριστοτέλη για τις διαλέξεις του στο Λύκειο. Το κεντρικό ερώτημα του έργου είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας άνθρωπος επιτυγχάνει την ευδαιμονία, δηλαδή την ευτυχία στην ζωή του.
Φυσικά, αυτό το θέμα είχε απασχολήσει και τον Πλάτωνα και συνδέεται στενά με ένα άλλο έργο του Αριστοτέλη, τα Πολιτικά. Τα Ηθικά Νικομάχεια αφορούν στο πώς ο κάθε άνθρωπος ατομικά μπορεί μέσω της αρετής να βρει την ευδαιμονία, ενώ τα Πολιτικά είναι γραμμένα από την οπτική του νομοθέτη που προσπαθεί να κάνει το καλύτερο για όλη την κοινωνία.
Για τον Αριστοτέλη, η αρετή είναι το ύψιστο αγαθό και διακρίνεται σε δύο είδη: τη διανοητική και την ηθική. Η διανοητική αρετή αποκτάται μέσω της διδασκαλίας και απαιτεί χρόνο και μόχθο. Η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα του “έθους”, της συνήθειας.
Οι 12 ηθικές αρετές του Αριστοτέλη είναι οι εξής: η ανδρεία, η σωφροσύνη, η ελευθεριότητα, η μεγαλοπρέπεια, η μεγαλοψυχία, η φιλοτιμία, η πραότητα, η αλήθεια, η ευτραπελία, η φιλία, η αιδώς και η νέμεση. Κάθε ηθική αρχή ορίζεται ως μια “μεσότητα” ανάμεσα σε δύο άκρα, την έλλειψη και την υπερβολή. Για παράδειγμα, η έλλειψη ανδρείας είναι η δειλία, ενώ η υπερβολή της το θράσος. Και τα δύο πρέπει να αποφεύγονται.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η ηθική αποτελεί περισσότερο πρακτική, παρά θεωρητική μελέτη. Με άλλα λόγια, ήθελε οι διδασκαλίες του να έχουν πρακτική εφαρμογή στην ζωή, να δημιουργήσουν πραγματικά ενάρετους ανθρώπους.
Αριστοτέλης: Μετά τα Φυσικά
Τα Μεταφυσικά, ή αλλιώς Μετά τα Φυσικά, είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Αριστοτέλη, αλλά και της αρχαιότητας γενικότερα. Αποτελεί τη βάση του κλάδου της μεταφυσικής της δυτικής φιλοσοφίας.
Το σύγγραμμα χωρίζεται σε 14 τόμους που διακρίνονται με τα ελληνικά κεφαλαία γράμματα από το Α έως το Ν. Η κατάσταση στην οποία έφτασε στα χέρια μας το έργο δεν ήταν καλή. Ο τίτλος φαίνεται να προστέθηκε αργότερα, ίσως από τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο (1ος αιώνας π.Χ.), που πρώτος ταξινόμησε και εξέδωσε το σύγγραμμα. Ο Αριστοτέλης μάλλον το ονόμαζε απλώς “Πρώτη Φιλοσοφία”.
Τα βιβλία αυτά είχαν ακροαματικό χαρακτήρα. Κατά τον Πλούταρχο, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο σημαντικότερος ακροατής τους.
Τα Μετά τα Φυσικά είναι η πρώτη επιστημονική έρευνα γύρω από το θέμα της αιτιοκρατίας. Ο Αριστοτέλης προσπάθησε με αυτό να δώσει μία επιστημονική εξήγηση στις αρχές και τα αίτια που διέπουν την ύπαρξη κάθε όντος. Αναγνώρισε τέσσερα αίτια: το υλικό, το ποιητικό, το ειδικό και το τελικό.
Ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι αυτά τα αίτια είναι αναγκαία για την παραγωγή οποιουδήποτε αποτελέσματος και τίποτα δεν μπορεί να συμβεί χωρίς και τα τέσσερα. Το υλικό αφορά το μέσο από το οποίο προκλήθηκε κάτι, την ύλη. Το ποιητικό αναφέρεται σε αυτό το οποίο ενεργώντας προκάλεσε κάτι, στην αρχή της κίνησης. Το ειδικό θα μπορούσε να ονομάζεται και μορφικό, καθώς έχει σχέση με αυτό στο οποίο συνέβη κάτι, τι χαρακτηριστικά έχει, τι είδους είναι αυτό που προκλήθηκε. Το τελικό αίτιο αφορά τον σκοπό, το “τέλος” για το οποίο έγινε κάτι.
Καταλήγουμε έτσι στον Υλομορφισμό, θεωρία κατά την οποία κάθε φυσικό σώμα διέπεται από δύο βασικές εγγενείς αρχές ή καταστάσεις. Αυτές είναι η “δυνάμει κατάσταση”, δηλαδή η άμορφη ύλη του σώματος που είναι παθητική, και η “ενεργεία κατάσταση”, δηλαδή το “είδος” που μορφοποιεί την ύλη και γεννά το όν. Για τον Αριστοτέλη, η ύλη και το πνεύμα είναι επομένως αδιάσπαστα ενωμένα.
Με την οντολογική του θεωρία ο Αριστοτέλης ασκεί ουσιαστική κριτική στην θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα. Η μεταφυσική του στρέφεται ενάντια σε ενοποιημένα συστήματα όπως ο διαλεκτικός ιδεαλισμός του Πλάτωνα, που ανάγει την φιλοσοφία στα μαθηματικά, ή ο υλισμός του Δημόκριτου, που την ανάγει στη φυσική. Η κοσμοθεωρία του αποτελεί τελικά μια σύνθεση της εμπειρικής επιστήμης με την οντολογία και την γνωσιολογία.
Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη
Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι δύσκολο να συνοψιστεί σε λίγες μόνο παραγράφους. Ήδη αναφέρθηκαν κάποιες από τις απόψεις του για την ηθική, την αρετή και την ύπαρξη.
Η πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει σίγουρα να γίνει και στην πολιτική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, καθώς ήταν ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη περί χωρισμού των λειτουργιών σε τρεις κατηγορίες: τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Στα Πολιτικά του καταγράφει επίσης τα πολιτεύματα και τις παρεκβάσεις τους (π.χ. η παρέκβαση της μοναρχία είναι η τυραννίδα). Στο ίδιο έργο ορίζει το Ανώτερο Αγαθό για μια πόλη: την αυτάρκεια.
Όσον αφορά στη δικαιοσύνη, ο Αριστοτέλης την κατατάσσει σε τρία είδη: τη διανεμητική, τη διορθωτική και τη δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας. Σε κάθε περίπτωση, η δικαιοσύνη ορίζεται ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία εκείνου που την ασκεί, αλλά εκείνου στον οποίο ασκείται.
Κατά τον Αριστοτέλη, ο νόμος είναι πολλές φορές αόριστος, αφού ο νομοθέτης δεν μπορεί να προβλέψει κάθε πιθανή περίπτωση. Γι’αυτό είναι αναγκαία η επιείκεια που καλύπτει το κενό, την έλλειψη του νόμου. Εδώ βλέπουμε, σε ένα αρχικό στάδιο, την διαφορά ανάμεσα στο πνεύμα και το γράμμα του νόμου που ανέπτυξε σχεδόν είκοσι αιώνες αργότερα ο Μοντεσκιέ.
Η φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη
Περνώντας στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη τώρα, ο φιλόσοφος φαίνεται να θεωρούσε ότι ο κόσμος έχει σχήμα σφαίρας με κέντρο την Γη και είναι ενιαίος και αιώνιος.
Διετύπωσε επίσης την θεωρία της ύπαρξης του πέμπτου στοιχείου της φύσης, την πεμπτουσία. Οι φιλόσοφοι της Ιωνίας θεωρούσαν ότι τα τέσσερα στοιχεία που υπάρχουν στην φύση είναι η γη, το ύδωρ, το πυρ και ο αήρ. Η πέμπτη, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ονομάζεται αιθέρας και είναι στοιχείο αγέννητο, αγήρατο, άφθαρτο και αναλλοίωτο. Εντοπίζεται στον “άνω τόπο” όπου κατοικεί η Θεότητα.
Η επιστήμη και η λογοτεχνία κατά τον Αριστοτέλη
Τέλος, το έργο του Αριστοτέλη υπήρξε θεμελιώδες για τη λογοτεχνική θεωρία. Το έργο του Περί Ποιητικής είναι το αρχαιότερο σωζόμενο κείμενο που ασχολείται με το θεωρητικό υπόβαθρο της ποίησης και της δραματικής τέχνης και μέσω αυτού μας παραδίδονται ανεκτήμητα ιστορικά στοιχεία για την τραγωδία και την κωμωδία.
Ο Αριστοτέλης χωρίζει την τέχνη της ποίησης σε τρεις κατηγορίες: α) τη στιχομυθία, που περιλαμβάνει την κωμωδία, την τραγωδία και το σατυρικό δράμα, β) τη λυρική ποίηση και γ) την επική ποίηση. Υποστηρίζει ότι όλα αυτά τα είδη μιμούνται την πραγματική ζωή, η τέχνη είναι άλλωστε μίμησις, αλλά διαφέρουν στον ρυθμό, την καλοσύνη των χαρακτήρων και τον τρόπο παρουσίασης της αφήγησης.
Στο ίδιο έργο του ο Αριστοτέλης περιγράφει και αναλύει τα κατά ποιόν και κατά ποσόν μέρη της τραγωδίας, καθιστώντας το έτσι ένα από το βασικότερο κείμενο αναφοράς αυτή της τέχνης στην αρχαιότητα.
Αριστοτελισμός: η επίδραση του Αριστοτέλη στην παγκόσμια φιλοσοφία
Ο Αριστοτέλης είναι, κατά κοινή ομολογία, ένας από τους διανοητές που άσκησαν με το έργο τους την μεγαλύτερη επιρροή στην παγκόσμια ιστορία. Ασχολήθηκε με όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης της εποχής του και ήταν ιδρυτής πολλών επιστημονικών πεδίων. Είναι συνεπώς εύλογο, είτε μιλάμε για σχολές, είτε για μεμονωμένους μελετητές, το ενδιαφέρον για την διδασκαλία του να παραμένει αμείωτο μέχρι και σήμερα.
Με τον όρο Αριστοτελισμός, λοιπόν, συνοψίζεται η φιλοσοφική παράδοση που έχει ως βάση της τα έργα του Αριστοτέλη. Χαρακτηρίζεται από την χρήση λογικής και επαγωγικής σκέψης στη μελέτη της φυσικής και μεταφυσικής φιλοσοφίας. Οι αριστοτελιστές αντιμετωπίζουν και ερευνούν τις κοινωνικές επιστήμες μέσα από το πρίσμα του φυσικού νόμου. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αιτία, στον σκοπό (τελεολογικός χαρακτήρας) και τις ηθικές αρετές.
Περιπατητική Σχολή
Οι πρώτοι ακόλουθοι του Αριστοτέλη υπήρξαν τα μέλη της Περιπατητικής σχολής, που ο ίδιος ίδρυσε. Αξιοσημείωτα πρόσωπα που φοίτησαν σε αυτή ήταν ο Θεόφραστος και ο Στράτων ο Λαμψακηνός. Μετά τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. η σχολή παρήκμασε και κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής, το έργο της επικεντρώθηκε στην διατήρηση και υπεράσπιση του έργου του Αριστοτέλη.
Με την άνοδο του Νεοπλατωνισμού, η Περιπατητική φιλοσοφία υπέφερε άλλο ένα πλήγμα, που την εξάλειψε σαν αυτούσια σχολή. Οι Νεοπλατωνιστές αντιθέτως προσπάθησαν να εισάγουν και να αφομοιώσουν στοιχεία της διδασκαλίας του Αριστοτέλη στο δικό τους σύστημα και παρήγαγαν πολλά σχολιαστικά έργα.
Ύστερη αρχαιότητα και Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ., η χριστιανική θεολογία είχε επηρεαστεί ελάχιστα και μόνον έμμεσα από τον Αριστοτέλη. Η αριστοτελική λογική όμως αποδείχθηκε απαραίτητη για την πειθαρχημένη εκπαίδευση των θεολόγων. Επίσης, κάποιες από τις θεωρίες του φιλοσόφου που ανέπτυξε στα Φυσικά και τα Μετά τα Φυσικά, έγιναν εξίσου αναγκαίες για τη διατύπωση ορισμένων σημείων του δόγματος.
Έτσι, αλλά και μέσω καθαρά φιλοσοφικών σχολών, ο Αριστοτελισμός έγινε μέρος του ρεύματος του πρώτου ελληνικού σχολαστικισμού του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, τον 8ο αιώνα.
Τον 9ο αιώνα, με την βυζαντινή επιστημονική αναγέννηση, αναβίωσε το ενδιαφέρον για τον Αριστοτέλη. Τα παλιά βιβλία ανακαλύφθηκαν εκ νέου, μεταφράστηκαν, επιμελήθηκαν και σχολιάστηκαν. Σε αυτή την προσπάθεια χρωστάμε σε μεγάλο βαθμό την διατήρηση τόσων έργων του φιλοσόφου, ακόμα και σήμερα.
Σημαντικές και εξέχουσες προσωπικότητες που δούλεψαν πάνω σε αυτά τα κείμενα και τα διέσωσαν ήταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος, ο Μιχαήλ Ψελλός και ο μαθητής του Ιωάννης Ιταλός.
Συρία και Ισλαμικός κόσμος
Κατά την περίοδο της ηγεμονίας των Αββασιδών, ο μουσουλμανικός κόσμος αναδείχθηκε ως ένα από σημαντικότερα κέντρα μελέτης της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της ιατρικής και της εκπαίδευσης. Στην Βαγδάτη ίδρυσαν τον Οίκο της Σοφίας, μια βιβλιοθήκη όπου άνθρωποι όλων των θρησκειών συμμετείχαν στην καταγραφή όλης της υφιστάμενης τότε γνώσης στην αραβική γλώσσα.
Εκείνη την εποχή, οι Σύριοι μελετητές είχαν ήδη μεταφράσει τα περισσότερα έργα του Αριστοτέλη. Προχώρησαν τότε στην μετάφραση τους και στα αραβικά, είτε από τα συριακά, είτε κατευθείαν από τα ελληνικά. Αυτή η συλλογή στον Οίκο της Σοφίας, σε συνδυασμό με τα σχόλια Ελλήνων, έθεσε τις βάσεις για τον Ισλαμικό Αριστοτελισμό.
Ο Αλ-Κίντι (9ος αιώνας) ήταν ο πρώτος μουσουλμάνος περιπατητής φιλόσοφος, γνωστός για τις προσπάθειες του να εισάγει την ελληνική φιλοσοφία στον αραβικό κόσμο. Κατάφερε να ενσωματώσει την αριστοτελικές και νεοπλατωνικές διδασκαλίες στον ισλαμικό φιλοσοφικό τρόπο σκέψης, πετυχαίνοντας έτσι την γνωριμία των μουσουλμάνων διανοούμενων με την ελληνική φιλοσοφία.
Ακόμη ένας σημαντικός φιλόσοφος ήταν ο Αλ-Φαράμπι, του οποίου η επιρροή στην επιστήμη και την φιλοσοφία ήταν τεράστια και διήρκησε αιώνες. Τον αποκαλούσαν “ο δεύτερος Δάσκαλος” και θεωρούσαν ότι η γνώσεις του μπορούσαν να συγκριθούν μόνο με αυτές του Αριστοτέλη.
Οι σημαντικότεροι όμως μελετητές, που κατάφεραν να καταστήσουν την αριστοτελική σκέψη κομμάτι της αραβικής κουλτούρα, ήταν ο Αβικέννας και ο Αβερρόης.
Συγκεκριμένα, ο Αβερρόης, φιλόσοφος της Κόρδοβας και της Σεβίλλης, πίστευε ότι ο Αριστοτέλης ήταν το πρότυπο που μας δόθηκε από την φύση για να δείξει την τελειότητα του ανθρώπου. Για αυτόν, η αριστοτελική φιλοσοφία ήταν η Αλήθεια. Ο Αβερρόης ανέλυσε και ανασκεύασε τα έργα του Αριστοτέλη, εμπλουτίζοντάς τα με πληροφορίες από προγενέστερους Έλληνες και Άραβες φιλοσόφους. Σπάνια επέβαλε τις δικές του απόψεις στα κείμενα αυτά, χωρίς να βρει κάποια στήριξη στα ίδια.
Ο Αβερρόης ξεχώρισε ανάμεσα στους σχολιαστές του Αριστοτέλη. Συχνά έγραφε δύο ή τρία διαφορετικά σχολιαστικά συγγράμματα για το ίδιο έργο. Συνολικά μας παραδίδονται 38 έργα του.
Μεσαίωνας
Στην Ευρώπη, σημαντικότατο ρόλο στην διάδοση της αριστοτελικής φιλοσοφίας έπαιξε ο Θωμάς Ακινάτης, βασικός εκπρόσωπος της σχολής του σχολαστικισμού. Λόγω του έργου του Summa Theologica (Σύνοψις Θεολογική), το ενδιαφέρον για τα έργα του Αριστοτέλη μεγάλωσε για μία ακόμα φορά. Έτσι, τα χειρόγραφα του επέστρεψαν στην Δύση και ο Αριστοτελισμός γνώρισε μία πρωτόγνωρη αναγέννηση.
Ο Ακινάτης αποκαλούσε τον Αριστοτέλη “ο Φιλόσοφος”. Σε αυτόν οφείλεται ο συνδυασμός αριστοτελικής σκέψης και χριστιανισμού, που έφερε την αρχαία ελληνική φιλοσοφία στον Μεσαίωνα.
Δυστυχώς, η μη χριστιανική αριστοτελική και αραβική φιλοσοφία έκανε τους εκκλησιαστικούς κύκλους να αντιμετωπίσουν αρχικά με καχυποψία και ύστερα με εχθρικότητα το έργο του φιλοσόφου. Τον 13ο αιώνα, οι αρχές του Παρισιού απαγόρευσαν την διδασκαλία της φυσικής, της μεταφυσικής και της ψυχολογίας του Αριστοτέλη και των σχολιαστών του. Αν και αυτή η απαγόρευση επιβράδυνε κάποιες μελέτες, ταυτόχρονα κέντρισε το ενδιαφέρον και την περιέργεια πολλών, έχοντας τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επεδίωκε.
Νεώτερη Ιστορία
Ο αντι-Αριστοτελισμός του 16ου και 18ου αιώνα άγγιξε τελικά μόνο σε μικρό ποσοστό τον πραγματικό Αριστοτέλη. Υπήρξε κυρίως αντίδραση στον Σχολαστικισμό, αγνοώντας ότι αυτός δεν ήταν μια πιστή απεικόνιση της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Έτσι, ο φιλόσοφος κατηγορήθηκε άδικα για ακραίο φορμαλισμό, ανεύθυνη χρήση συλλογισμών που αποτελούνταν από κενές ή άσχετες έννοιες και εφαρμογή “επιστημονικών” μεθόδων σε γεγονότα που μπορούσαν να επιβεβαιωθούν μόνο με την πίστη.
Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, πολλά σημαντικά πρόσωπα επηρεάστηκαν από την φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Για παράδειγμα, ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, που λέγεται ότι βάσισε όλη την πολιτική του φιλοσοφία στον Αριστοτέλη, ή ο Κάρολος Δαρβίνος, που ανέφερε τον Σταγειρίτη ως τον σπουδαιότερο συνεισφέρων στον κλάδο της βιολογίας. Η πεποίθηση του αυτή επιβεβαιώνεται και μέσα από το έργο του “Η καταγωγή των ειδών”, στο οποίο χρησιμοποίησε εξελικτικές θεωρίες που είχαν διατυπώσει πρώτοι ο Εμπεδοκλής και ο Αριστοτέλης.
Τέλος, ο Τζέιμς Τζόυς θεωρούσε τον Αριστοτέλη έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές όλων των εποχών, ενώ ακόμη και ο Καρλ Μαρξ φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκε και εμπνεύστηκε από τα έργα του.